-
1 гарнитур
гарнитур м το κομπλέ, η πλήρης συλλογή мебельный \гарнитур η επίπλωση* * *мτο κομπλέ, η πλήρης συλλογήме́бельный гарниту́р — η επίπλωση
-
2 мебель
-
3 обстановка
обстановка ж 1) (мебель) η επίπλωση, τα έπιπλα 2) (положение) η κατάσταση· το περιβάλλον (окружение)' οι συνθήκες, οι περιστάσεις (условия)' международная \обстановка η διεθνής κατάσταση* * *ж1) ( мебель) η επίπλωση, τα έπιπλαмеждунаро́дная обстано́вка — η διεθνής κατάσταση
-
4 мебель
τα έπιπλα, η επίπλωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мебель
-
5 меблировка
η επίπλωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > меблировка
-
6 обстановка
1. (ситуация, условия) οι συνθήκες, οι περιστάσεις (πλ.) 2. (меблировка) η επίπλωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обстановка
-
7 гарнитур
гарнитурм (комплект) ἡ ἐπίπλωση, τά Επιπλα (мебели)/ τό σερβίτσιο (чайный):\гарнитур белья τό κομπλέ ἀσπρόρρουχα. -
8 мебель
мебельж τά ἔπιπλα / ἡ ἐπίπλωση (меблировка):мягкая \мебель πολυθρόνες καί ντιβάνια. -
9 меблировка
меблиров||каж в разн. знач. ἡ ἐπίπλωση. -
10 обстановка
обстановкаж1. (мебель и т. п.) τά ἐπιπλα, ἡ ἐπίπλωση [-ις]·2. (условие, положение) ἡ κατάσταση [-ις], οἱ συνθήκες:политическая \обстановка ἡ πολιτική κατάσταση· в мирной \обстановкае σέ είρηνικές συνθήκες. -
11 обстановка
[απστανόφκα] ουσ. θ. επίπλωση -
12 обстановка
[απστανόφκα] ουσ θ επίπλωση -
13 богатый
επ., βρ: -гат, -а, -о1. πλούσιος•-ая страна πλούσια χώρα•
богатый человек πλούσιος άνθρωπος.
ουσ. ο πλούσιος•богатый и в будни пирует, а бедный в праздник горюет παρμ. ο πλούσιος και τις καθημερινές γλεντάει, όμως ο φτωχός και τις γιορτές πικραίνεται.
2. πολυτελής•-ое убранство πλούσια επίπλωση.
3. μτφ. μεγάλος, αρκετός•богатый урожай μεγάλη σοδειά•
богатый опыт πλούσια πείρα.
εκφρ.чем -ты, тем и рады – (σε μουσαφίρη) ό,τι υπάρχει στο φτωχικό μας θα φάμε. -
14 мебель
-и θ. αθρσ. έπιπλα, επίπλωση.εκφρ.для -и – για ομορφιά, για φιγούρα, για τα μάτια, για το θεαθήναι. -
15 меблирование
-я ουδ.επίπλωση. -
16 меблировка
-и θ.1. επίπλωση (ενέργεια).2. τα έπιπλα. -
17 обстановка
-и θ.1. η επίπλωση, τα έπιπλα.(θεατρ.) τα σκηνικά.2. συνθήκες, κατάσταση, περιβάλλον.(στρατ.) κατάσταση.
См. также в других словарях:
επίπλωση — η 1. ο εφοδιασμός κατοικίας (ή δωματίου, καταστήματος, γραφείου κτλ.) με τα απαραίτητα έπιπλα. 2. το σύνολο των επίπλων κατοικίας (ή δωματίου κτλ.), καθώς και ο τρόπος της τοποθέτησής τους σ αυτή: Πλούσια επίπλωση. – Κακόγουστη επίπλωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίπλωση — η 1. εφοδιασμός ενός χώρου (δωματίου, σπιτιού, γραφείου κ.λπ.) με έπιπλα 2. το σύνολο τών επίπλων ενός οικήματος και ο τρόπος τοποθετήσεώς τους («πλούσια, καλλιτεχνική επίπλωση» κ.λπ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… … Dictionary of Greek
αυτοκρατορίας, στιλ — Αισθητικό ρεύμα των αρχών του 19ου αι. Το σ.α. εμφανίζεται στη Γαλλία την εποχή των μεγάλων νικών του Ναπολέοντα και αντιστοιχεί χρονολογικά στη δεκαετία της πολιτικής του ακμής (1802 12). Νεοκλασικό στη βάση του, το στιλ αυτό επικρατεί στις… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αισθητισμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αι. με επίκεντρο την Αγγλία. Η λέξη α. που επίσης εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά τον 19ο αι., σήμαινε την αποκλειστική αφοσίωση στην ομορφιά και μάλιστα όπως αυτή βρίσκεται στην τέχνη και σε… … Dictionary of Greek
αποσκευάζω — (AM ἀποσκευάζω) ( ομαι) αποπατώ αρχ. μσν. φρ. «ἀποσκευάζω γυμνόν» απογυμνώνω κάτι, το στερώ από κάτι που του χρειάζεται αρχ. ( ομαι) 1. αφαιρώ την επίπλωση ή τα σκεύη 2. ετοιμάζω τις αποσκευές μου και αναχωρώ 3. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από… … Dictionary of Greek
γραφείο — το (AM γραφεῑον) [γραφεύς] δωμάτιο ή χώρος με επίπλωση και υλικά κατάλληλα για γραφή νεοελλ. 1. έπιπλο, πάνω στο οποίο γράφουμε 2. κατάστημα, ίδρυμα ή κτήριο στο οποίο διεκπεραιώνεται δημόσια υπηρεσία ή άλλη εργασία («στρατολογικό, δικηγορικό… … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek